- σαββατογεννημένος
- -η, -ο, Ναυτός που γεννήθηκε κατά την ημέρα τού Σαββάτου και ο οποίος, κατά τη λαϊκή παράδοση, έχει την εύνοια τής τύχης και την ικανότητα να επικοινωνεί με αόρατες δυνάμεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σάββατο + γεννημένος].
Dictionary of Greek. 2013.